Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ὁμιλία στὴν ἑορτή τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας λεχθεῖσα στὸν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν (28 Φεβρουαρίου 1988)
Ἱερώτατοι Πατέρες,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,
α´. Ἦταν πραγματικά ἱερή κι ἀληθινά ὀρθόδοξη ἡ πράξη ἐκείνων, πού σκέφθηκαν καί ὥρισαν τόν κοινό ἑορτασμό ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι μέ μιά λεγόμενη Δοξολογία, σάν ἐκεῖνες ὅπου ἀλλόδοξοι καί ἀλλόθρησκοι βρίσκονται μαζί μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ σέ μία ἐθνικοθρησκευτική συγκέντρωση. Ἀλλά μέ θεία Λειτουργία, ὅπου σέ μιά κοινωνία ἀδελφῶν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» συνυπάρχομε οἱ οἰκεῖοι τῆς πίστεως. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία κι αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία· ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ λειτουργική καί εὐχαριστιακή σύναξη, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία καί ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ.
β´. Σ᾽ αὐτή τή σύναξη ἔχω τήν ἐντολή καί τήν τιμή νά ὁμιλήσω σήμερα. Ἐπαινῶ «τόν προσθέντα τόν λόγον τόνδε» στή σημερινή ἑορτή, «ὡς καλόν ἀγορεύεσθαι αὐτόν»[1], γιά νά θυμηθῶ, ἔστω καί ἄκαιρα, τόν ἀρχαῖο Ἀθηναῖο πολιτικό. Ἀλλ’ ἀμέσως μοῦ ἔρχονται στό νοῦ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· «Οὐκ ἴστε τόν ἀγῶνα τόν ἡμέτερον, ἀδελφοί·… Οὐκ ἴστε πηλίκον ἀπό Θεοῦ δῶρον ἡ σιωπή καί τό μή ἔχειν ἀνάγκην λόγου παντός»[2]. Δέν ξέρετε, ἀδελφοί, τόν ἀγώνα μας· δέν ξέρετε πόσο μεγάλο δῶρο ἀπό τό Θεό εἶναι ἡ σιωπή καί τό νά μή βρίσκεται κανείς στήν ἀνάγκη νά ὁμιλήση. Τό λέγει αὐτό ἕνας ἄνθρωπος, πού πολύ ἀγάπησε ἀλλά καί σεβάσθηκε τό λόγο. «Ἱερουργοῦμεν τόν λόγον»[3], ἔλεγε καί, μέ τήν ἴδια συστολή, πού πλησίαζε στήν ἁγία Τράπεζα γιά νά λειτουργήση, ἀνέβαινε καί στόν ἱερό ἄμβωνα γιά νά ὁμιλήση.
γ’. Ἡ πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στή μάχη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων καί στή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς «ἐποφειλομένη πρός τόν Θεόν εὐχαριστία, καθ᾽ ἥν ἡμέραν ἀπελάβομεν τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, σύν ἀποδείξει τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων»[4]. Σήμερα λοιπόν, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ ἐπίσημη ἐκκλησιαστική τελετή καί ἱερή Λιτανεία ἐπαναλαμβάνομε ὅσα ὥρισε ἡ Σύνοδος, μέ τά ὁποῖα διακηρύττομε καί ἐπιβεβαιώνομε τήν ὀρθόδοξη πίστη μας· «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων…»[5].
δ’. Δέν πρόκειτ᾽ ἐδῶ βέβαια γιά κενή ρητορεία, πού κουράστηκαν νά ἀκοῦν οἱ ἄνθρωποι κι ἔχασαν πιά κάθε ἐμπιστοσύνη στό λόγο. Ἡ Ἐκκλησία, σέ ἱερατικό καί προφητικό τόνο, διατρανώνει τήν πίστη της καί γιά τήν πίστη αὐτή ἐγγυᾶται καί παίρνει τήν εὐθύνη ἀπέναντι στή ζωή καί τήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Δέν ὁμιλεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ὑψώνοντας τραγικά τὸ ἀνάστημά του μπροστά στό Θεό. Ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἡ ἀρχή «οὐκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμον τούτου»[6], μέ θεῖο δικαίωμα, μέ οὐράνιο κῦρος, μέ τήν πνευματική της ἐξουσία καί μέ τή συνείδηση τῆς εὐθύνης της γιά τήν ὀρθή πίστη. Ἡ Ἐκκλησία, πού κρατεῖ μέσα της καί σηκώνει τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ· τίς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, τήν παράδοση τῶν Ἀποστόλων, τή διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἡ Ἐκκλησία, πού αὐτή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, παίρνει ἐπάνω της τήν πίστη καί τή συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν κατοχυρώνει σέ δογματικούς Ὅρους καί ἱερούς Κανόνες καί τήν παραδίδει ἀπό γενεά σέ γενεά. Ὄχι ὡς ἰδεολογική θεολογία καί ἀντικειμενοποιημένη γνώση, ἀλλά ὡς πνευματική ἐμπειρία καί ζωή· ὡς «μάθος» μέσ’ ἀπό τό «πάθος». Ἄς ἐπαναλάβωμε κι ἐμεῖς σήμερα τά λόγια τοῦ χοροῦ στήν ἀρχαία τραγωδία. Δόξα στό Θεό, «τὸν φρονεῖν βροτούς ὁδώσαντα τῷ πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν»[7]. Τό δρόμο μας, πού εἶναι ἡ μετάνοια, δέν τόν βρίσκομε, καί τό σκοπό μας, πού εἶναι ἡ σωτηρία, δέν τόν φτάνομε, ἄν δέν περάσουμε ἀπό τό πάθος, ἄν δέν πονέσουμε μέσα μας κι ἄν δέν σταυρωθοῦμε. Πνεῦμα δέν παίρνομε, ἄν δέν δώσουμε αἷμα καί μέ καμμιά θεολογία δέν φτάνομε νά δοῦμε τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν πατήσουμε γιερὰ ἐπάνω στήν πράξη· «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»[8] εἶναι τό ἀξίωμα τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων.
ε’. Ὅτι δέν πρόκειται κι ἐδῶ γιά ρητορεία, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι λαοί καί μάλιστα οἱ Ἕλληνες εἴμαστε σέ θέση νά τό ξέρωμε καλά. Ἡ ἐθνική μας ἱστορία καί ἡ ἐπιβίωση τῆς φυλῆς εἶναι δεμένη μέ τήν πίστη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔτσι, πού Ἕλλην ἤ Ρωμηός καί Ὀρθόδοξος νά σημαίνουν σχεδόν τό ἴδιο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μαζί μέ τήν εὐθύνη τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παράδοσης, πῆρε ἐπάνω της καί τό σταυρό τῆς ἐθνικῆς προστασίας τῶν λαῶν της, κι αὐτό εἶναι ἡ καύχησή της, ἀλλά καί τό δρᾶμα της. Κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κι ἄς τό ἀρνοῦνται ἄλλοι γιά δικούς των λόγους, προστατεύθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι λαοί γιά πολλούς αἰῶνες· τῆς Ἐκκλησίας, πού ἄσχετα μέ τίς ἐθνικές καί φυλετικές διαφορές τῶν λαῶν της, ὀνομάζεται Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
ς’. Αὐτός ὁ τίτλος δέν εἶναι χαριστικός γιά τούς Ἕλληνες καί ἄδικος γιά τούς ἄλλους ὀρθόδοξους λαούς. Ἀποτελεῖ τόν ἀκριβῆ χαρακτηρισμό τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ γλώσσα, ἡ θεολογία, ἡ λατρεία, ἡ τέχνη, οἱ διοικητικοί θεσμοί, ὅλα εἶναι Ἑλληνικά. Τό μεγάλο δένδρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ καλλιέλαιος, ἐπάνω στήν ὁποία ἐγκεντρίσθηκαν τά ἔθνη, ἅπλωσε κλαδιά καί σκεπάζει τούς λαούς ἤ, πιό σωστά, αὐτά τά ἴδια τά κλαδιά ἀποτελοῦν τήν παραδοσιακή καί πολύπαθη οἰκογένεια τῶν ὀρθόδοξων λαῶν. Καί εἶναι κρῖμα, πού ἡ πολιτική τῶν λαῶν αὐτῶν ἀγνόησε καί δέν ἐκμεταλλεύτηκε θετικά καί εἰλικρινά τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη καί παράδοση, ὡς τήν πιό γιερή καί ἀσάλευτη βάση, γιά τήν ἵδρυση, τοὐλάχιστον ἐδῶ στό βαλκανικό χῶρο, μιᾶς ὀρθόδοξης συμπολιτείας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀπέθανε ὄχι μόνο γιά τό ἔθνος του, «ἀλλ᾽ ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα σνναγάγη εἰς ἕν»[9]. Ἄλλη δύναμη μέ τόση ἕλξη κι ἄλλη μάνα μέ τόση ἀγάπη, πού νά συνάγη καί νά σκεπάζη τούς ἀνθρώπους, σάν τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτός μέσα στήν ὁποία σώζονται οἱ ἄνθρωποι στόν ἀέναο κατακλυσμό τοῦ κόσμου.
ζ’. Ἀλλά τή θέση της μέσα στούς λαούς της, ὄχι ὡς ἐξουσία, ἀλλ’ ὡς πνευματική διακονία, ἡ Ἐκκλησία δέν τήν κατέχει χωρίς θλίψη καί χωρίς σταυρό. Αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας, νά διώκεται καί νά πληρώνη ξένες ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία νικᾶ τόν κόσμο, ὄχι γιά νά τόν ἐξουσιάση, ἀλλά γιά νά τόν προσλάβη, νά τόν κάμη δικό της καί νά τόν ὁδηγήση στήν Ἀνάσταση. Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους μετά τό μυστικό δεῖπνο εἶναι αὐτά· «ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε· ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον»[10]. Καί τά λέγει αὐτὰ καί ὁμιλεῖ γιά νίκη, ὅταν πορεύεται πρός τό Σταυρό καί τό θάνατο. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία νικᾶ τόν κόσμο καί τόν κάνει δικό της, ὅταν ἡττᾶται καί σταυρώνεται. Εἶναι μεγάλος ἀθλητής ἡ Ἐκκλησία καί, καθώς γράφει ὁ ἀρχαῖος ἀποστολικός Πατέρας, «μεγάλου ἐστίν ἀθλητοῦ τό δέρεσθαι καί νικᾶν»[11].
η’. Ἡ εἰκονομαχία, μέ τήν ὁποία εἰδικώτερα συνδέεται ἡ σημερινή ἑορτή, εἶναι μία καί δέν εἶναι ἡ μόνη ἐπίθεση στή ζωή καί τήν ἱστορία της, πού σήκωσε ἡ Ἐκκλησία. Ὄχι πιὰ ἀπό τήν εἰδωλολατρία, ἀλλά ἀπό τούς δικούς της ἀνθρώπους· ἀπό τούς ἀπειθάρχητους καί ἄτακτους ἀδελφούς, πού γέννησαν σχίσματα καί αἱρέσεις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκονομαχία ὑπῆρξε ἡ αἵρεση, πού ταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία γιά ἑκατό καί παραπάνω χρόνια, ἀπό τό 727 ὥς τό 843. Συνοδικά καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία κι ἀπό τό Θεόδωρο τό Στουδίτη χαρακτηρίστηκε ὡς «ἀθεωτάτη μεταστοιχείωσις τῶν ἁπάντων»[12]ὡς γενική δηλαδή καί χωρίς φόβο Θεοῦ ἀνατροπή τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρχηγοί τῆς εἰκονομαχίας ἦσαν ἐκ τῶν ἱκανωτέρων ἀνθρώπων τοῦ Βυζαντίου, ἄλλ’ ἡ ἀνάμιξή των στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε μία ἀτυχής πολιτική πράξη.
θ’. Ἄλλ’ ἐνῶ δέν εἶμαι πιά στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μου, θά ξαναθυμηθῶ τόν ἀρχαῖο Ἀθηναῖο πολιτικό καί θά ἐπαναλάβω ὅ,τι ἐκεῖνος λέγει στήν ἀρχή τοῦ περίφημου καί γνωστοῦ λόγου τοῦ· «Χαλεπόν τὸ μετρίως εἰπεῖν, ἐν ᾧ μόλις καί ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται»·[13] δύσκολο εἶναι νά πῆ κανείς ὅ,τι πρέπει κι ὅπως πρέπει, ὥστε νά μπορέσουν οἱ ἀκροατές νά σχηματίσουν μιά κάποια γνώμη γιά τήν ἀλήθεια. Μά ὅταν ὁμιλοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί γιά τήν Ἐκκλησία, ὅταν ὁμιλοῦμε μέσα στό σπίτι μας γιά τήν οἰκογένειά μας, δέν μᾶς χρειάζεται ἡ διαλεκτική ἐπιχειρηματολογία καί ἡ τέχνη τοῦ λόγου, γιά νά σχηματίσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, γνώμη γιά τήν ἀλήθεια τή δική μας, γιά τήν πίστη μας καί γιά τή ζωή μας. Ἀκριβῶς γιά τή ζωή μας, γιατί ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἰδεολογική θεωρία, ἀλλά προσωπική πνευματική ἐμπειρία καί ζωή· μιά προσδοκία πού μᾶς συνέχει καί ὄχι μιά ἀγωνία πού μᾶς προβληματίζει· μιά ἐσωτερική θεοπτία κι ὄχι μιά ἀντικειμενοποιημένη γνώση.
ι’. Τί εἶναι λοιπόν ἡ Ὀρθοδοξία, γιά τήν ὁποία σήμερα ὁ λόγος; Ἡ Ὀρθοδοξία ὄχι θεωρητικά καί ἰδεολογικά, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἱστορική πραγματικότητα ἤ, πιό σωστά, ἡ ἀποκάλυψη καί ἡ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Διαβάζομε στή θεία Γραφή ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τό μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν, νυνί δέ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἶς ἠθέλησεν ὁ Θεός, γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου… ὅς ἐστι Χριστός ἐν ἡμῖν, ἡ ἐλπίς τῆς δόξης»[14].Σ’ αὐτό τό χωρίο ἀπό τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τήν ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, γιά νά κηρύξη τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, πού ἦταν κρυμμένο γιά πολλούς αἰῶνες καί γενεές καί τώρα φανερώθηκε στούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτούς ὁ Θεός θέλησε νά κάμη γνωστό πόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἔνδοξος πλοῦτος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, δηλαδή ὁ Χριστός μαζί μας καί μέσα μας, αὐτός πού εἶναι ἡ ἔνδοξη ἐλπίδα μας. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ το λόγο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός μαζί μας στούς αἰῶνες.
ια’. Ἄλλο ἕνα χωρίο τοῦ ἴδιου Ἀποστόλου εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό γιά τήν Ἐκκλησία, διά τῆς ὁποίας καί οἱ Ἄγγελοι ἔμαθαν τήν οἰκονομία τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός δέν ἵδρυσε κάποια θρησκεία πού λέγεται χριστιανισμός, ἀλλά φανέρωσε στόν κόσμο τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στό δεύτερο θεόπνευστο χωρίο τώρα ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ὁμιλεῖ πάλι γιά τή χάρη πού τοῦ δόθηκε «εὐαγγελίσασθαι τόν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καί φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τά πάντα κτίσαντι διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωσθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καί ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διά τῆς Ἐκκλησίας τίς ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ κατά πρόθεσιν τῶν αἰώνων, ἥν ἐποίησεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»[15]. Σ᾽ ἐμένα, γράφει ὁ Ἀπόστολος, δόθηκε ἡ χάρη νά κηρύξω ποιός εἶναι ὁ ἀνεξιχνίαστος πλοῦτος τοῦ Χριστοῦ καί νά φωτίσω ὅλους ποιό εἶναι τό μυστικό σχέδιο, πού ἦταν κρυμμένο ἀπό αἰῶνες μέσα στή βουλή τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τά πάντα διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά γνωρισθῆ τώρα στίς ἐπουράνιες ἀρχές καί ἐξουσίες διά τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν αἰώνιο σκοπό, πού πραγματοποίησε διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ιβ’. Ἄν βαθύνωμε στά νοήματα τῶν δύο αὐτῶν ἀποστολικῶν χωρίων κι ἄν μέσα στά θεόπνευστα λόγια ξεχωρίσουμε τή φράση «διά τῆς Ἐκκλησίας», τότε θά καταλάβωμε τί πραγματικά εἶναι ἡ Ἐκκλησία κι ἄν μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τή θεϊκή αὐτή πραγματικότητα ἤ καί τό ὄνομά της ἀκόμα νά ἀλλάξουμε. Στό Σύμβολο τῆς πίστεως ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του κι ὅλοι μαζί ὁμολογοῦμε· «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ ἴδια πίστη δηλαδή πού ἀνήκει στό Θεό ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία, γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι χειροποίητο εἴδωλο, ἀλλά θεία πραγματικότητα, «Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος»[16]. Συμβαίνει ὅμως νά μήν πιστεύωμε στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί δέν ἀναφέρομε τό ὄνομά της, ἄλλ’ ἀντί γιά Ἐκκλησία λέμε διαρκῶς γιά χριστιανισμό καί γιά χριστιανική θρησκεία. Αὐτό μέ τήν μάταιη σκέψη ὅτι ἔτσι κάνομε ἐπιστήμη καί ἀντικειμενοποιοῦμε τήν ἀλήθεια, ἐπειδή συγχέομε κάθε γνώση μέ τήν ἀλήθεια καί πιστεύομε πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο.
ιγ’. Σ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σημεῖο γίνεται ἡ μεγάλη καταστροφή· ἀντί νά πιστεύωμε στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὁμιλοῦμε γιά χριστιανισμό, γιά ἕνα δηλαδή θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα κάποιων ἰδεολογικῶν ἀρχῶν πίστεως καί κανόνων βίου. Ἔτσι μποροῦμε νά συγκρίνωμε τό λεγόμενο χριστιανισμό μέ ὅλους τοὺς θρησκευτικούς καί πολιτικοκοινωνικούς ἰσμούς καί νά μετατρέπωμε τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σὲ θρησκειολογία, σέ κοινωνιολογία, σέ λαογραφία καί σέ πολιτιστική κουλτούρα. Ὄχι λοιπόν χριστιανισμός οὔτε χριστιανική θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία.
ιδ’. Θά προχωρήσω ἕνα βῆμα ἀκόμα καί θά πῶ. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιατί ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει μιά δεύτερη καταστροφή, πού ὡδήγησε στό σκάνδαλο τῶν αἰώνων, στό χωρισμό δηλαδή τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσης. Τά πιό πέρα, ὅσα συνέβησαν στήν Εὐρώπη, μετά τόν λεγόμενο Μεσαίωνα, τήν Ἀναγέννηση καί τό δεύτερο σχίσμα στή δυτική Ἐκκλησία, δέν ἔχουν θέση νά λέγωνται τώρα. Παρανοήσεις καί πλάνες ὡδήγησαν μέχρι πού νά ποῦν κάποιοι ὅτι «ὁ Θεός ἀπέθανε» καί κάποιοι ἄλλοι ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ». Ἀλλά εἶχαν δίκιο οἱ ἄνθρωποι· δέν εἶπαν γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν τήν ἤξεραν καί δέν τήν εἶδαν, ἀλλά γιά κάποιο χριστιανισμό καί γιά κάποια θρησκεία καί γιά κάποια θεολογία, πού δέν εἶναι πίστη καί ζωή, ἀλλά μάταιη προσπάθεια νά ἀποδειχθῆ λογικά ἡ ἀλήθεια, σάν καί ἡ ἀλήθεια νά εἶναι ἀντικειμενική γνώση. Ἀλλά ἔξω ἀπό τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, δέν ὑπάρχει ἀλήθεια, γιατί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι πράγμα καί ἀντικείμενο, ἀλλά πρόσωπο· «Ἐγώ εἰμι… ἡ ἀλήθεια»[17], εἶπε ὁ Χριστός.
*
ιε᾽. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτό θεολογικά σημαίνει ὅτι ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ χριστολογία. Θεάνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θεανθρώπινος ὀργανισμός καί ἡ Ἐκκλησία. Ὡς θεῖο μυστήριο, πιστεύομε στήν Ἐκκλησία, καί ὡς ἀνθρώπινη ὀργάνωση τήν ὑπηρετοῦμε. Ἄς πιστεύωμε στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, πού ἐνεργεῖται στόν κόσμο. Ἔτσι θά μάθουμε, καί κλῆρος καί λαός, «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι»[18], πῶς νά φερώμαστε στήν Ἐκκλησία καί πῶς νά τήν ὑπηρετοῦμε. Ὅ,τι μᾶς λείπει εἶναι ἡ πίστη στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, κι ὅ,τι μᾶς πειράζει εἶναι τά σφάλματα ἐκείνων, πού ὑπηρετοῦν τήν Ἐκκλησία. Ἄς μάθωμε λοιπόν νά πιστεύομε στήν Ἐκκλησία, γιά νά ξέρωμε καί πῶς νά τήν ὑπηρετοῦμε.
ις’. Οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες, πού ἤξεραν καλά τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή πίστευαν καί ζοῦσαν μέσα τους τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τό εἶχαν ἀξίωμα ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Αὐτή εἶναι κι ἡ δική μας πίστη, γι᾽ αὐτὸ καί μένομε στήν Ἐκκλησία, «σωτῆρα ἀπεκδεχόμενοι Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν»[19]. Δέν λέμε γιά τούς ἄπιστους καί γιά τούς ἄθεους, γιατί δέν ξέρομε ἄν στ’ ἀλήθεια ὑπάρχουν ἄπιστοι καί ἄθεοι στόν κόσμο. Λέμε γιά ὅλους, πού δεχθήκαμε τό θεῖο Βάπτισμα κι ἔχομε ἐπάνω μας τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὅσο πιό πολύ ὁ καθένας γονατίζομε κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας μας, τόσο περισσότερο θέλομε νά συγκροτοῦμε τήν Ἐκκλησία καί νά εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία καί νά βρισκώμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, γιατί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὡς Ἐκκλησία θά σωθοῦμε. Κανένας δέν σώζεται μόνος του καί χωριστά ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε πὼς «οὗ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[20]. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, μέσα στήν ὁποία σωζόμαστε, εἶναι ἡ σύναξη στό ὄνομα καί μέ τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύναξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λειτουργική. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὁ Θεός, οἱ Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, οἱ ζῶντες καί οἱ κεκοιμημένοι, παρόντες στή θεία Λειτουργία. Σ᾽ ἕναν ὕμνο τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, ἐνσωματωμένο στήν Α´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσέβειας· «Μέγα ἐστὶ τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον…»[21]. Πάει νά πῆ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί εὐσέβεια εἶναι ἐκκλησιαστική καί λειτουργική. Τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅταν τελῆ τή θεία Λειτουργία. Ἔξω ἀπό τή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καί τή θεία Λειτουργία κανένας δέν μπορεῖ νά λέγη πὼς εἶναι εὐσεβής, ὅτι πιστεύει στήν Ἐκκλησία καί ὑπηρετεῖ τήν Ἐκκλησία.
ιζ’. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀμυδρά καί ἄτεχνα προσπαθῶ νά τήν περιγράψω, ἐν γνώσει ὅτι δέν περιγράφεται, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία ἤ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδεολογία καί σύστημα, ἡ Ὀρθοδοξία λοιπόν τί τάχα ἔχει νά πῆ καί νά προσφέρη στό σύγχρονο ἄνθρωπο, τόν προσωπικά ἀλλοτριωμένο μέσα στίς συνθῆκες τοῦ κοινοτικοῦ βίου; Τό ἐρώτημα τίθεται χωρίς καί νά εἶναι καιρός καί νά ὑπάρχη ἡ δυνατότητα γιά νά δοθῆ τώρα ἡ ἀπάντηση. Θά περιορίσω λοιπόν τό λόγο σ’ ἕνα σημεῖο, πού ἀφορᾶ στή σύγχρονη Ἑλληνική πραγματικότητα, καί θά κλείσω τήν ὁμιλία μου πού ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ξεπέρασε τά ἐπιτρεπόμενα χρονικά ὅρια.
ιη’. Κινδυνεύομε, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά ζητήματα τόσο σπουδαῖα, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, νά κριθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τά πράγματα καί τή ζωή, ὅτι ἐμμένομε σέ κάποιες ἄγονες τάχα ἀντιλήψεις καί διαμάχες τῶν περασμένων αἰώνων. Ἀλλ’ ὅμως γιά ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους λαούς, καί περισσότερο γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά ἀνάμνηση τοῦ περασμένου καιροῦ, ἀλλά ἡ ζωή μας σήμερα καί ἡ ἐπαγγελία τοῦ αὔριο. Τίποτε στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλή ἀνάμνηση, ἀλλ’ ὅ,τι μιά φορά ἀποκαλύφθηκε διαιωνίζει «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[22]· ὅσο περισσότερό τὸ αἰσθανόμαστε νά ζῆ μέσα μας, τόσο λιγώτερο μποροῦμε λογικά νά τό ἐξηγήσουμε. Ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, γιά κάτι πού κάποτε σ᾽ αὐτόν συνέβη κι ἐξακολουθοῦσε νά τόν συγκλονίζη, ἔγραφε πρός Κορινθίους· «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα»[23]. Πάει νά πῆ πὼς ὁ νοῦς καί οἱ αἰσθήσεις, πού εἶναι ὁπωσδήποτε λειτουργίες τοῦ σώματος δέν φθάνουν γιά νά καλύψουν τό πλάτος τῆς ζωῆς καί νά ἐξηγήσουν πνευματικές καταστάσεις. Ἄλλο διάνοια κι ἄλλο πνεῦμα, κι εἶναι κι αὐτό ἕνα γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι δέν συγχέει τήν πνευματικότητα μέ τή διανοητικότητα καί δέν χάνεται γιά νά πιάση λογικά τόν Θεό καί τήν ἀλήθεια. Ἀλλά τέλος πάντων, τό θέμα τώρα εἶναι ἄλλο, καί τό διατυπώνω ὅσο μπορῶ πιό ἐπιγραμματικά. Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε καί νά τό ξεχνᾶμε ὅτι πληρώνομε τά δεινά τῆς Δύσης· τόσο ἀκριβώτερα, ὅσο πιό πλούσιος μᾶς ἔρχεται ἀπό ἐκεῖ ὁ τεχνικός πολιτισμός, πού δέν μποροῦμε νά τόν ἀγνοήσουμε καί νά τόν ἀρνηθοῦμε.
ιθ’. Καλά κάνουν οἱ πολιτικοί μας καί κουράζονται ἔτσι ἤ ἀλλιῶς γιά τήν ἔνταξη τῆς χώρας μας στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα. Ὁ κόσμος σήμερα, ὅλος ὁ πλανήτης τῆς γῆς, δέν θά σωθῆ ἀπό μιά τελειωτική καταστροφή, ἄν δέν εἰρηνεύσουν καί δέν ἑνωθοῦν οἱ λαοί. Ὁ μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει σέ ὅλους, πού ἀναπτύσσουν εἰλικρινῆ δραστηριότητα γιά τήν εἰρήνη. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί…»[24]. Μέσα σ᾽ αὐτούς πρώτη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στήν ὁποία κάθε ἱερέας στό πιό ἀπόμακρο χωριό κάθε ἡμέρα δέν βάζει πετραχήλι καί νά μή δεηθῆ. «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου…»[25]. Καί δέν χωρεῖ ἀμφιβολία πὼς εἶναι πιό ἀποτελεσματικός αὐτός ὁ τρόπος καί πιό δραστικός ὁ λόγος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δέησης παρά ὅλες οἱ πορεῖες καί οἱ φωνές στό δρόμο, ὄχι μόνο γιά τήν εἰρήνη τοῦ «σύμπαντος κόσμου», ἀλλά καί γιά ὁποιοδήποτε ζήτημα, γιά τό ὁποῖο τυχαίνει νά διαφωνοῦν καί νά ἐρίζουν μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι φυσικό, γιατί γιά νά εἰρηνεύσουμε μεταξύ μας, πρέπει πρῶτα νά εἰρηνεύσουμε μέσα μας, εἰσπνέοντας τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, «ὅς ἐστιν ἡ εἰρήνη ἠμῶν»[26].
κ’. Ἡ ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα μᾶς θυμίζει μιά ἐποχή πρίν ἀπό πεντακόσια πενήντα χρόνια. Τό ἴδιο κάπως γινότανε τότε, ὅπου οἱ ἀνατολικοί πήγαιναν κι ἔρχονταν στήν Ἰταλία κι ἔκαναν ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τήν ἐλπίδα πὼς ἡ Δύση θά βοηθοῦσε γιά νά ἀποτραπῆ ὁ κίνδυνος πού ἀπειλοῦσε τήν Ἀνατολή. Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὕστερ᾽ ἀπό χίλια ἑκατό χρόνια, ἦταν φυσικό νά διαλυθῆ, μά ἡ Ὀρθοδοξία ἔπρεπε καί εἶχε τή δύναμη νά ζήση, γιά νά στηρίξη τούς λαούς της στήν πικρή αἰχμαλωσία τους. Γι᾽ αὐτό οἱ ὁμολογητές τότε, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἐπίσκοπο τῆς Μητροπόλεως Ἐφέσου Μάρκο τόν Εὐγενικό, γυρίζοντας στήν Πόλη, ὅσοι γύρισαν, ταλαιπωρημένοι ἀπό τή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔδιναν τήν ὑπόσχεση καί, σάν καί νά ὡρκίζονταν, ἔλεγαν· «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας»[27]. Φαίνεται κι ἐδῶ ὅτι οὔτε κοσμική ἐξουσία οὔτε κρατική ὑπηρεσία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά σέβασμα στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν.
κα’. Πηγαίνοντας τώρα στήν Εὐρώπη, δέν πηγαίνομε σάν φτωχοί συγγενεῖς, μόνο γιά νά πάρωμε, ἀλλά καί γιά νά δώσουμε· καί πιστεύομε πώς ἔχομε νά δώσουμε. Ἀλλά πῶς θά πᾶμε καί μέ ποιά ταυτότητα, πού νά δείχνη καί νά βεβαιώνη ποιοί εἴμαστε καί τί φέρνομε μαζί μας; Ὄχι βέβαια μόνο ὡς Ἕλληνες, ἄλλα καί ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Αὐτή εἶναι ἡ ταυτότητά μας, κι ὅποιοι δέν τό καταλαβαίνουν ἤ δέν τούς ἀρέσει θά πρέπει νά εἶναι, καθώς ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης, μολεμένοι ἀπό τό πνεῦμα τῆς Δύσης. Ἀλλά θά πρέπει ἐδῶ νά πῶ κάτι τολμηρό, πού ὅμως εἶναι ἀλήθεια· ἡ Ὀρθοδοξία, πού δέν ἡττήθηκε στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, πληρώνει τά δεινά τῆς Δύσης, ἀπό τότε πού κάποιος μεγάλος στήν Ἱστορία ἄνοιξε τίς πύλες, γιά νά μπῆ ἐλεύθερα στήν Ἀνατολή τό πνεῦμα τῆς Εὐρώπης. Τώρα ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας οἰκογένεια, ἄν δέν διαλύθηκε, περνάει δύσκολες ἡμέρες· σηκώνει τό σταυρό της καί πορεύεται πρός τήν Ἀνάσταση. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, σὰν καί νά εἴμαστε μόνοι, βρισκόμαστε στήν ἀνάγκη νά περιμένωμε πάλι ἀπό τή Δύση. Ἀλλά ἡ ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα δέν εἶναι θέμα μόνο πολιτικό καί οἰκονομικό· εἶναι, καί μάλιστα πρῶτα, θέμα πνευματικό. Πῶς λοιπόν θά πᾶμε στήν Εὐρώπη; Μέ ποιά πνευματική ἐξάρτυση καί μέ ποιά παιδεία; Εἴμαστε λιγοστοί καί ἀνάδελφοι, καθώς ἐλέχθη· ἄν βρεθοῦμε καί ἄοπλοι ἐσωτερικά, κινδυνεύομε νά χαθοῦμε.κβ’. Ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἔφευγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά τήν Παλαιστίνη, ζήτησαν καί πῆραν ἀπό τούς Αἰγυπτίους ἀργυρὰ καί χρυσά σκεύη καί ἱματισμό, πράγματα πού θά τούς χρειάζονταν γιά τήν πορεία τους στήν ἔρημο καί γιά τήν ἐγκατάστασή τους ἐκεῖ πού θά πήγαιναν. Ἔτσι εἶπε ὁ Θεός στό Μωϋσῆ· «Λάλησον κρυφῇ εἰς τά ὦτα τοῦ λαοῦ καί αἰτησάτω ἕκαστος παρά τοῦ πλησίον σκεύη ἀργυρᾶ καί χρυσᾶ καί ἱματισμόν»[28]. Ἐμεῖς, βγαίνοντας γιά τήν Εὐρώπη, δέν θά πάρωμε κρυφά καί δέν θά κλέψουμε ξένα ἐφόδια. Θά πάρωμε τήν κληρονομιά τῶν πατέρων μας καί τή δική μας περιουσία. Θ
[1] Θουκιδίδου, ΙΙ, 35.
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, ΙΔ´.
[3] Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Α´, 5.
[4] Συνοδικόν Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τριώδιον, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
[5] ἔ. ἀ.
[6] Ἰω. ιη´ 36
[7] Αἰσχύλου, Ἀγαμέμνων, 176-178.
[8] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Α´, 113.
[9] Ἰω. ια´, 52.
[10] Ἰω. ιστ´, 33.
[11] Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος Ι, 1.
[12] Θεοδ. Στιυδίτου, Ἐπιστ. ΙΙ, 15.
[13] Θουκιδίδου, ΙΙ, 35.
[14] Κολασ. α´, 24-27.
[15] Ἐφεσ. γ´, 8-11.
[16] Α´ Τιμ. γ´15.
[17] Ἰω. Ιδ´6.
[18] Α´ Τιμ. γ´15.
[19] Φιλιπ. γ´20.
[20] Ματθ. ιη´20.
[21] Α´ Τιμ. γ´16.
[22] Ματθ. κη´20.
[23] Β´ Κορ. ιβ´3.
[24] Ματθ. ε´9.
[25] Θεία Λειτουργία, Εἰρηνικά.
[26] Πρβλ. Ἐφες. β´14.
[27] Στίχοι Ἰωσήφ Βρυεννίου.
[28] Ἔξοδ. ΙΑ´2.