Τὸν ὄρθρο σου κ’ ἑσπερινό σου ἀκούω πρωὶ καὶ βράδι…
Πῶς νάρθω πιά, ξωκκλήσι μου, πιστὰ νὰ προσκυνήσω;
Τῆς μάνας μου τὸ φυλαχτό, ποὺ μ’ἄφηκε πετράδι,
τὄχασα πιά, καὶ τὴν εὐκὴ πάω ν’ ἀπολησμονήσω…
Τὸ μονοπάτι σου ἔπαιρνα, μακρυά, στὸ πλατανόρεμμα –
μικρὸς ἐγώ, κι ἀμόλευτη μέσα μου χτύπαγε ἡ καρδιά.
κρατοῦσα τῆς μανούλας μου τὸ κλαδωτό της φόρεμα,
καὶ κείνη μοῦ ᾽λέγε ὁ Χριστὸς πόσο ἀγαποῦσε τὰ παιδιά…
Ποῦν’ ἡ ἀπονήρευτη καρδιά, κ’ ἡ παιδιακίσια γνώση;
Ποῦν’ ὁ παπὰς κι ὁ ψάλτης σου, καὶ ποῦν’ ἡ γριά-κλησάρισσα;..
Μοῦ ᾽γινε ἡ γνώση παιδεμὸς καὶ πάει νὰ μὲ νεκρώση –
καὶ τὴν καρδιὰ σὲ μά ἄπιστη κομμάτια τὴν ἐχάρισα!
Πετιμεζᾶς-Λαύρας