ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ΝΗΣΤΕΙΩΝ

3 Ἀπριλίου 1983

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Τὸ Τριώδιο, καὶ μάλιστα ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι καιρὸς πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἠθικῆς προετοιμασίας τῶν χριστιανῶν. Τὸ λέμε αὐτὸ πάντα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνομε, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶμε. Ἕνα-ἕνα μᾶς ἀνεβάζει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ Κυριακὴ σὲ Κυριακή τὰ σκαλοπάτια στὴν κλίμακα τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς μας προετοιμασίας γιὰ τὶς μεγάλες καὶ ἅγιες ἡμέρες τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Αὔριο λοιπὸν στὴ θεία Λειτουργία διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Καπερναούμ, τότε ποὺ θεράπευσε τὸν παραλυτικό. Ὁ λόγος, ποὺ διαβάζεται αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ξαναθυμίση τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς διδάξη τὴν ἀλήθεια πὼς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μᾶς λυτρώνει καὶ μᾶς σώζει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλ’ ἄς ἀκούσωμε πρῶτα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ ὁμιλοῦμε σήμερα.

«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν Καπερναούμ· Καὶ διαδόθηκε πὼς ἦταν σὲ κάποιο σπίτι. Ἀμέσως λοιπὸν μαζεύτηκαν πολλοί, τόσοι ποὺ δὲν χωροῦσαν μηδὲ στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ· καὶ τοὺς ἐκήρυττε τὸ λόγο. Ἔρχονται τότε καὶ τοῦ φέρνουν ἕναν παραλυτικό, ποὺ τὸν σήκωναν τέσσερις ἄνθρωποι. Κι ἐπειδὴ δὲν μπορούσανε νὰ τὸν πλησιάσουν, ἐξαιτίας ποὺ ἦταν πολὺς ὁ κόσμος, ἔβγαλαν τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἔκαναν τόπο καὶ κατέβασαν τὸ κρεββάτι, ὅπου ἐπάνω ἦταν κατάκοιτος ὁ παραλυτικός. Ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, λέγει ὁ Ἰησοῦς στὸν παραλυτικὸ· «Παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Καὶ κάθονταν ἐκεῖ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ διαλογίζονταν μέσα τους· «Τί βλασφημίες λέγει αὐτός; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός;». Κι ἀμέσως κατάλαβε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ πνεῦμα του πὼς τέτοια διαλογίζονται μέσα τους καὶ τοὺς λέγει· «Τί βάζετε αὐτὰ στὸ μυαλό σας; Τί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πῶ στὸν παραλυτικό· ‘Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες;’ ἢ νὰ πῶ· ‘Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτα;’. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες ἐδῶ στὴ γῆ, λέγει στὸν παραλυτικό· Σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Κι ὁ παραλυτικὸς σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεββάτι του καὶ βγῆκε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου, ἔτσι ποὺ ὅλοι νὰ τὰ ’χουν σὰν χαμένα, νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ λένε· «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα! »

Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτῆ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὅπου καὶ νὰ πᾶμε, ὅπου κι ἂν κρυφτοῦμε, ὁ Θεὸς μᾶς βλέπει. Βλέπει τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ τοὺς διαλογισμούς μας, βλέπει τὶς πράξεις μας κι ἀκούει τὰ λόγια μας. Ὅταν ὁ καθένας μας αὐτὸ σὰν ἁμαρτωλός τὸ σκεφτῆ καλά, ἔρχονται τότε στὸ στόμα του τὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ· «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;»1. Ποῦ νὰ πᾶμε καὶ ποῦ νὰ κρυφτοῦμε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Οἱ γραμματεῖς ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν Καπερναοὺμ ταράχτηκαν μέσα τους καὶ σκανδαλίστηκαν, ὅταν ἄκουσαν καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς· «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»2. Πραγματικὰ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει τὸ δικαίωμα καὶ τὴ δύναμη νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες. Μὰ ἦσαν δειλοὶ καὶ δὲν τὸ εἶπαν φανερά, μόνο τὸ διαλογίστηκαν καὶ τὸ εἶπαν μέσα τους. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶδε τὸν κρυφό τους διαλογισμὸ κι ὅπως τοὺς μίλησε τοὺς ἀπόδειξε πὼς ἦταν Θεός, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ βλέπη καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ βάθη τῶν ἀνθρώπων. Μόνο το Ἅγιο Πνεῦμα τὸ μπορεῖ αὐτό, ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς «ὁ πανταχοῦ παρών». Αὐτὸ ἐννοεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν γράφη «ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ»3. Δὲν κατάλαβε μὲ τὴ σκέψη του, ἀλλὰ εἶδε καλὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος «τὰ πάντα ἐρευνᾶ»4 καὶ μόνο αὐτὸ ξέρει ὄχι μόνο τα βάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ «καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ». Τὸ Θεὸ μόνο ὁ Θεὸς τὸν ξέρει.

Ἐμεῖς, ἀκούοντας τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μᾶς ὁμιλῆ γιὰ τὴ σωτηρία μας, αὐτὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε κι αὐτὰ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτὸ μᾶς· «Οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι πολλές». Κι ἂν δὲν τὶς ξέρουν οἱ ἄνθρωποι, ὅμως τὶς ξέρει ὁ Θεός, γιατί ὅλες ἔγιναν μπροστὰ στὰ μάτια του. Οὔτε νὰ τὶς ἀρνηθοῦμε οὔτε νὰ τὶς κρύψουμε μποροῦμε, δὲν μένει λοιπὸν παρὰ νὰ τὶς ὁμολογήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του. Κάμποσοι ἁμαρτάνουν κι ὕστερα μὲ διάφορες προφάσεις πᾶνε νὰ τὸ ἀρνηθοῦν. Κρύβονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θαρροῦν πὼς κρύβονται κι ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ μένουν ἀσυγχώρητοι μὲ βαρειὰ καὶ κριματισμένη τὴν ψυχή τους. Μὰ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀσήκωτο βάρος, ἀκοίμητο σαράκι μέσα μας, κι ὅταν δὲν ἐξομολογηθοῦμε μᾶς βαραίνει καὶ μᾶς τρώγει τοῦ πεθαμοῦ. Ὅσο πᾶμε νὰ τὴν ξεχάσουμε, ἐκείνη πάντα εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια μας, ὅπως ἀκριβῶς ἀκοῦμε στὸν ψαλμό· «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντὸς»6. Πρέπει νὰ πωρωθῆ καὶ νὰ γίνη πέτρα ἡ συνείδησή μας, γιὰ νὰ μὴν αἰσθανώμαστε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ νὰ μᾶς φυλάξη ὁ Θεὸς ἀπὸ τέτοιο κακό.

Ἄλλος τρόπος γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸ βάρος καὶ τὸ σαράκι τῆς ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει παρὰ νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Κι αὐτὸ ποὺ λέμε ἐξομολόγηση δὲν εἶναι, ὅπως θὰ νόμιζε κάποιος μιὰ ψυχολογικὴ ἐντύπωση κι ἕνα ξεγέλασμα τοῦ ἐαυτοῦ μας, ἀλλὰ μιὰ θεουργικὴ πράξη, μιὰ πραγματικὴ ἄφεση καὶ χάρη, ποὺ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸ Θεό. Πρέπει νὰ προσέξουμε σ’ αὐτὲς τὶς λέξεις · «ἄφεση» καὶ «χάρη» λέμε, κι αὐτὸ θὰ πῆ πὼς μᾶς χαρίζεται ὁ Θεός· ὄχι πὼς ξεγράφονται τὰ ἁμαρτήματά μας, γιατί ὅ,τι γίνεται δὲν ξεγίνεται, ἀλλὰ τὰ σκεπάζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεός του. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος ὅταν γράφη ὅτι ἡ ἀγάπη «πάντα στέγει»7, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ψαλμὸς μακαρίζει ἐκείνους, τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς σκέπασε τὶς ἁμαρτίες’ «μακάριοι… ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι»8. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε πὼς ὁ Θεὸς δικαιώνει καὶ συγχωρεῖ, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ζητοῦν τὸ ἔλεός του. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ ψαλμός, ὅταν λέγη· «τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἐγνώρισα καὶ τὴν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα»9. Ὁ εὐσεβὴς ἁμαρτωλός, γιατί ἄλλο εὐσεβὴς κι ἄλλο ἁμαρτωλὸς καὶ κάθε ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι καὶ ἀσεβής, ὁ εὐσεβὴς λοιπὸν ἁμαρτωλὸς κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ξέρει τὰ ἁμαρτήματά του κι ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν τὰ κρύβει, ἀλλὰ τὰ ὁμολογεῖ καὶ ζητεῖ τὴν ἐπικάλυψή τους κάτω ἀπὸ τὸ θεῖο ἔλεος.

Ὅμως πολλοὶ θέλουν, μὰ δὲν ξέρουν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Δυὸ πράγματα πρέπει νὰ ξέρωμε, ὅταν πᾶμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε· πρῶτα ὅτι ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι κλείσιμο, ἀλλὰ ἄνοιγμα τοῦ ἐαυτοῦ μας, κι ὕστερα ὅτι ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι ἀνάκριση ἀπὸ τὸν πνευματικό. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὁ πιστὸς ἐνώπιον τοῦ ἱερέα μὲ λύπη καὶ μὲ συντριβή, μετανοώντας εἰλικρινά, λέγει τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πνευματικὸς οὔτε ἀνακριτὴς εἶναι οὔτε δικαστής, ἀλλὰ ἱερέας καὶ πατέρας, ποὺ ἀκούει, βαλμένος ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν ἐξομολόγηση τοῦ πιστοῦ καὶ θάβει μέσα του ὅσα κάθε φορὰ ἀκούει. Ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι συζήτηση τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ ἱερουργία ὅπως ἡ θεία Λειτουργία. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ πνευματικὸς φοράει τὸ ἐπιτραχήλιό του καὶ ἱερουργεῖ καὶ ὅ,τι ἔχει νὰ πῆ εἶναι λόγος ἱερὸς καὶ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὰ πρέπει νὰ ξέρη κάθε πιστός, ὅταν πηγαίνη νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ μὴν κλείνεται στὸν ἑαυτό του καὶ περιμένη νὰ τὸν ἀνακρίνη ὁ πνευματικός.

Στὴ θεία Γραφὴ εἶναι γραμμένο καὶ τοῦτο· «Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῇς»10. Εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ θέλει νὰ πῆ· «Μὴν περιμένεις νὰ σὲ ρωτήσω ἐγὼ· τὶς ξέρω τὶς ἁμαρτίες σου καὶ δὲν χρειάζεται νὰ σὲ ρωτήσω. Πὲς τις ἐσὺ πρῶτος καὶ ὁμολόγησέ τις. Ἄνοιξε τὸν ἑαυτό σου ὄχι στὸν κόσμο, ἀλλὰ σὲ μένα ἐνώπιον τοῦ λειτουργοῦ, γιὰ νὰ μπῆ ὁ καθαρὸς ἀέρας καὶ τὸ φῶς, ποὺ θὰ σὲ ἐξυγιάνη καὶ θὰ σὲ ἀναγεννήση». Τὸ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν παραλυτικό της Καπερναούμ, εἶναι ὁ δημιουργικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, «δὶ ’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»” καὶ γίνονται. Καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος λόγος, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε ἐξομολόγηση ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ. Ὁ λειτουργὸς ἱερέας ἀκούει καὶ εὔχεται· ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται καὶ συγχωρεῖ. Ἀμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.        Ψάλμ. 138,7.

2.        Ματθ. 9, 2.

3.        Μάρκ. 2, 8.

4.        Α’ Κορ. 2, 10.

5.        Αὐτόθι.

6.        Ψαλμ. 50, 5.

7.       Α’ Κορ. 13,7.

8.       Ρωμ. 4, 7.

9.       Ψαλμ. 31,5.

10.     Ἡσ. 43,26.

11.     Σύμβολον τῆς πίστεως, ἄρθρον 2.

Δημοσιεύθηκε στην Κήρυγμα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *