+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
(Ματθαῖος, 9, 27-36)
Στὸ θαῦμα ποὺ διηγεῖται ἡ αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἔχομε ὅλα ταὰ περιστατικά, ποὺ τὰ βλέπομε σ’ ὅλες σχεδὸν τὶς θεραπεῖες, ποὺ κάνει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δυὸ ἄρρωστοι ποὺ ζητᾶνε ἔλεος κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ ζητάει πίστη· δυὸ ἄνθρωποι ποὺ βεβαιώνουν πὼς πιστεύουν κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ ἀμείβει τὴν πίστη τους· μιὰ αὐστηρὴ ἐντολὴ νὰ μὴν κοινολογηθῆ τὸ θαῦμα καὶ μιὰ εὐγνώμονα ἀνυπακοὴ ποὺ τὸ διαλαλεῖ παντοῦ. Ὅλ’ αὐτὰ ἐκθέτονται ὁλωσδιόλου φυσικὰ καὶ ἁπλά, κι αὐτὴ ἡ φυσικότητα καὶ ἁπλότητα μαρτυροῦν μόνες τους γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν θέλει νὰ μᾶς πείση, ἀλλὰ θέλει νὰ πιστέψουμε. Ἂν ἤθελε νὰ μᾶς πείση, θὰ χρησιμοποιοῦσε ὅλη τὴν τέχνη τοῦ λόγου καὶ θὰ γινόταν δικηγόρος τῆς ἀλήθειας· μὰ ἐπειδὴ γράφει γιὰ νὰ πιστέψουμε, γι’ αὐτὸ ἐκθέτει τὰ περιστατικὰ τοῦ θαύματος, ἁπλὰ καὶ φυσικά, καθὼς ἔγιναν καὶ καθὼς τὰ ἀκοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο αὔριο τῆς θείας Λειτουργίας.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς διάβαινε ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δυὸ τυφλοί, ποὺ φώναζαν κι ἔλεγαν· «Λυπήσου μας, γιὲ τοῦ Δαβίδ». Κι ὅταν πῆγε στὸ σπίτι, ἦλθαν ἀπὸ κοντὰ οἱ τυφλοὶ κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «Πιστεύετε πὼς μπορῶ νὰ κάμω αὐτὸ πού ζητᾶτε;». Τοῦ λέγουν οἱ τυφλοὶ· «Ναί, Κύριε». Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους μὲ τὰ χέρια του καὶ λέγει· «Κατὰ ποὺ τὸ πιστεύετε, ἄς γίνη σὲ σᾶς». Κι ἀνοίχτηκαν τὰ μάτια τους. Καὶ τοὺς φοβέρισε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· «Κυττᾶτε, νὰ μὴν τὸ μάθη κανείς». Ἀλλὰ ἐκεῖνοι μόλις βγῆκαν τὸ διαλάλησαν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Κι ὅταν ἔβγαιναν αὐτοί, νὰ καὶ τοῦ πῆγαν ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν ἄλαλος ἐξαιτίας δαιμονικῆς. Κι ὅταν βγάλθηκε ἀπὸ μέσα του τὸ δαιμόνιο, μίλησε ὁ ἄλαλος, καὶ θαύμασε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ κι ἔλεγαν πὼς «Ποτὲ δὲν φάνηκαν τέτοια πράγματα στὸν Ἰσραήλ». Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν πώς· «Μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονιίων βγάζει τὰ δαιμόνια». Καὶ περιώδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, διδάσκοντας στὶς συναγωγές των καὶ κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε ἀνημπόρια μέσα στὸ λαό».
Γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὰ θεία εὐαγγέλια, εἴπαμε πὼς εἶναι τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Μεσσία. Καὶ εἴπαμε ἀκόμα πὼς ὁ Μεσσίας δὲν ἦλθε γιὰ νὰ κάμη θαύματα, μὰ ἔκαμε θαύματα γιὰ νὰ φανῆ πὼς ἦλθε. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐρχομοῦ του. Ὁ σκοπὸς του ἦταν ἕνας· ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ ὁποῖο ἔχουν τὴ θέση τους ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε. Ἀλλιῶς τὰ θαύματα τῶν Εὐαγγελίων θὰ ἦσαν θεαματικὲς πράξεις, γιὰ νὰ ἐντυπωσιασθοὺν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦλθε ὁ Χριστός, εἶναι ἔργο θείας φιλανθρωπίας, γι’ αὐτὸ κι ὅλα τα θαύματα ποὺ ἔκαμε εἶναι πράξεις ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα τα θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πράξεις, θεουργικές, στὶς ὁποῖες φαίνεται ἡ θεία δύναμη ἐπάνω στὴν ὑλικὴ κτίση καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο. Μποροῦσε νὰ κάμη καὶ θαύματα καταστροφικά, καὶ θὰ ἦσαν κι αὐτὰ σημεῖα τῆς δύναμής του, μὰ ὅλα τὰ θαύματα τῶν Εὐαγγελίων εἶναι πράξεις εὐεργετικές. Χαρακτηριστικὰ σὲ μιὰ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεὸς ὀνομάζεται ὄχι θαυματοποιός, ἀλλὰ θαυμαστοποιός· «Ἀγαθῶν θησαυρέ, πηγὴ ἀέναος, Πάτερ ἅγιε, θαυμαστοποιέ, παντοδύναμε καὶ παντοκράτορ…»[1].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οὔτε κι οἱ μαθητὲς μπόρεσαν εὔκολα νὰ καταλάβουν τὸ θεῖο Διδάσκαλο, καθὼς μαρτυρεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν κάποτε δὲν τοὺς δέχθηκαν σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Σαμάρειας, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης πειράχτηκαν καὶ τοῦ εἶπαν «Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ πέση φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς κάψη, καθὼς ἔκαμε κι ὁ Ἠλίας;»[2]. Τότε ὁ Διδάσκαλος γύρισε κι ἐπιτιμητικά τους εἶπε· «Δὲν ξέρετε τίνος πνεύματος εἴσαστε σεῖς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ καταστρέψη τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς σώση»[3]. Κι ὅταν λοιπὸν πολλαπλασιάζη τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τρέφη τὸ λαό, κι ὅταν καταπαύη τὴν τρικυμία καὶ γαληνεύη ἡ θάλασσα, κι ὅταν θεραπεύη ἄρρωστους καὶ δίνη τὴν ὑγεία, ὁ Ἰησοῦς εὐεργετεῖ καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ λύση κάποια προβλήματα, ποὺ πάντα θὰ ὑπάρχουν στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη ἀκριβῶς ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ ἐρχομοῦ του. Εἶναι βέβαια στὰ Εὐαγγέλια δυὸ θαύματα, ποὺ δὲν φαίνονται νὰ εἶν’ εὐεργετικά· ὅταν ἄφησε καὶ μπῆκαν τὰ δαιμόνια στοὺς χοίρους κι ἔπεσαν οἱ χοῖροι στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν, κι ὅταν εἶπε καὶ ξεράθηκε ἡ ἄκαρπη συκιά. Ἔπρεπε, ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, νὰ δώση μιὰ ἀπόδειξη καὶ τῆς τιμωρητικῆς του δύναμης, μὰ δὲν ἤθελε αὐτὸ νὰ γίνη ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους· «Ἔδει δὲ καὶ τῆς τιμωρητικῆς αὐτοῦ δυνάμεως ἀπόδειξιν παρασχεῖν… οὐκ ἐβούλετο δὲ τοῦτο εἰς ἀνθρώπους ἐνδείξασθαι»[4].
Ἐκεῖνο, ποὺ πάντα μας δίνεται ἀφορμὴ νὰ προσέξουμε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ λαὸς ὑποδέχεται τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, μετὰ τὰ δυὸ θαύματα ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραὴλ»[5], ἐθαύμασε ὁ λαὸς κι ἔλεγαν ὅτι ποτὲ δὲν φάνηκαν τέτοια πράγματα στὸν Ἰσραήλ. Ἄλλη μιὰ φορά, ὅταν οἱ Φαρισαῖοι ἔστειλαν ὑπηρέτες γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, οἱ ὑπηρέτες γύρισαν ἄπρακτοι καὶ εἶπαν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος!»[6], ποτὲ δὲν μίλησε ἄνθρωπος σὰν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Πάει νὰ πῆ πὼς ὁ λαός, ὅταν μένη ἀνεπηρέαστος, κρίνει ὀρθὰ καὶ δίκαια.
Εἶναι λεπτὸ καὶ σωστό τὸ αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ καταλαβαίνη κάθε φορὰ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κρίνη δίκαια. Γι’ αὐτὸ ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους, ποὺ διαφθείρουν τὸ λαὸ μὲ παραπλανητικὰ συνθήματα, γιὰ νὰ τὸν ἔχουν ὄργανο στὶς ἐπιδιώξεις των. Ἔχουνε νὰ δώσουν λόγο στὸ Θεὸ ὅσοι, ἀντὶ νὰ διδάσκουν τὸ λαὸ καὶ νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ καλό, τὸν παρασύρουν στὴν καταστροφή του. Ἡ ἱστορία καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὴν ὑπόθεση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διδάσκει ποῦ ὡδήγησε ἡ καταδημαγώγηση τοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ λαὸς γίνη ὄργανο τῆς δημαγωγίας, ὕστερα δὲν κρατιέται πουθενὰ μὲ κανέναν τρόπο.
Τὸ ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι κάνει ὁ λαὸς βλέπομε στὴ στάση τῶν Φαρισαίων ἀπέναντι στὸν Ἰησοῦ Χριστό· «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμόνιων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια»[7], οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγαν πὼς μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια. Ὁ λαὸς θαυμάζει κι οἱ Φαρισαῖοι συκοφαντοῦν. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι βλέπουν τὰ θαύματα κι ὁμολογοῦν τὴ χάρη, ἐνῶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν λόγο νὰ μὴ βλέπουν μὲ καλὸ μάτι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κρύβουν τὴν εὐεργεσία καὶ συκοφαντοῦν τὸν εὐεργέτη. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση διαιωνίζει ἀνάμεσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο. Κι ὅταν εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀλήθεια, οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουν τρόπο νὰ τὴν ἀρνηθοῦν, κι ὄχι μόνο νὰ τὴν ἀρνηθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ συκοφαντήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Σὰν ἀπάντηση στὴ στάση τῶν Φαρισαίων, ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπαναλαμβάνει κι ἐδῶ ἐκεῖνο ποὺ κι ἄλλοτε εἶπε γιὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφήνοντας πίσω τὶς μικρότητες τῶν ἐχθρῶν του, «περιώδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, διδάσκοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε ἀνημπόρια ἀνάμεσα στὸ λαὸ»[8].
Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ βλασφημία «κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· «πᾶσα ἁμαρτία», λέγει «καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται… οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰώνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι»[9], κάθε ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρηθῆ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ βλασφημία ὅμως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν θὰ συγχωρηθῆ… οὔτε σὲ τοῦτο οὔτε στὸν ἄλλον κόσμο. Αὐτὸν τὸ λόγο τὸν εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Φαρισαῖοι κι ἔλεγαν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμόνιων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια»[10]. Καί, καθὼς ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀμετανοησία, ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ «ἐν συνειδήσει»καὶ σκόπιμα ἄρνηση τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ τρεῖς μόνο λέξεις ἐκφράζει τὴ σημασία τοῦ πράγματος· «Βλασφημίας χεῖρον οὐδὲν»[11]. Ἀμήν.
[1] Ε’ εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου.
[2] Λουκ. 9, 54.
[3] Λουκ. 9, 56.
[4] Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, MPG 58, 633,49.
[5] Ματθ. 9, 33-34.
[6] Ἰω. 7,46.
[7] Ματθ. 9, 34.
[8] Ματθ. 4, 23. 9, 35.
[9] Ματθ. 12,31-33.
[10] Ματθ. 9, 34.
[11] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας ὁμιλίαι καὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ λεχθεῖσαι, MPG 49, 31, 7.